- προεξαμαρτάνω
- προεξ-ᾰμαρτάνω,A do wrong before, Isoc.4.165;
π. τοῦτ' εἰς ὑμᾶς αὐτούς Id.6.38
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. τοῦτ' εἰς ὑμᾶς αὐτούς Id.6.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεξαμαρτάνω — Α [ἐξαμαρτάνω] σφάλλω προηγουμένως … Dictionary of Greek
προεξαμαρτόντα — προεξαμαρτάνω do wrong before aor part act neut nom/voc/acc pl προεξαμαρτόντα , προεξαμαρτάνω do wrong before aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαμαρτόντας — προεξαμαρτάνω do wrong before aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαμαρτόντες — προεξαμαρτάνω do wrong before aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)